Nina Simone - Feeling Good
Είναι
Η ύπαρξη. Η έννοια του «υπάρχω», «ζω». Ό,τι είναι σε θέση να πράττει, να σκέφτεται, να συναισθάνεται, να μιλά και να έχει κώδικες επικοινωνίας με το περιβάλλον. Η κατανόησή του πολυπλοκοποιείται με τις ποικίλες εκφάνσεις της ζωής, όπως αυτή εκδηλώνεται. Εδώ υπεισέρχεται και μια συστάδα διαφορών, που πηγάζουν από την πολυδιάστατη μορφή της ζωής. Το Είναι περιλαμβάνει όλα εκείνα που γνωστοποιούν σ’ εμάς την ποιότητά μας, (καλή και κακή). Το αποτέλεσμα τους συνοψίζεται αποφασιστικά στη διαβίωση, που καθορίζεται από την ποιότητά μας και την εξελίσσει προς διάφορες κατευθύνσεις. Ο χειρισμός του Είναι συνιστά μια τεραστίων εξυφάνσεων Τέχνη, που απαιτείται για τους χειρισμούς μιας ποιοτικά ολοκληρωμένης ζωής, για την κατανόηση των κοσμικών νόμων που διέπουν τη ζωή, για την κατανόηση του Απόλυτου και του Σχετικού, για την αιώνια και υπέρτατη πραγματικότητα, για τον τρόπο λειτουργίας του νου, για την επαφή με το Είναι και για τα αποτελέσματα από την επαφή με αυτό το Ίδιο.
Σχετικό
Πεδίο μεταβολών και χρόνου. Πολυδιάστατο και αντικείμενο αντίληψης από υπάρξεις που λειτουργούν με καθορισμένους τρόπους νοητικής λειτουργίας. Ολόκληρο το (κατανοητό και ακατανόητο) περιβάλλον, που διέπεται από ιδιότητες, που απαιτούν χειρισμούς, μετά από μελέτη τους, για τις υπάρξεις που είναι σε θέση να αντιληφτούν τις ιδιότητες αυτές, ή να τις αντιμετωπίσουν ενστικτωδώς, εφόσον το επιτρέπει το ένστικτο. Στο Σχετικό τίποτε δεν λειτουργεί ποτέ ταυτόχρονα. Το Σχετικό Πεδίο ξεδιπλώνει τις ιδιότητές του στα έμβια μέσω του νου και του ενστίκτου. Ο νους επεξεργάζεται πληροφορίες, που είναι όσα, μέσω των αισθήσεων σε συμβατικό επίπεδο, αναλύει, στο βαθμό των δυνατοτήτων του, ανάλογα με την ποιότητά του, η οποία εξαρτιέται από το επίπεδό του, (το τελευταίο εξαρτιέται από τη συνολική πορεία της Ψυχής που φέρει η έμβια ύπαρξη). Το ένστικτο διαθέτει πληροφορίες, που «κουβαλάει» από το Απόλυτο και χειρίζεται στη διαβίωση μια ύπαρξη, από τις οποίες σχεδόν όλες είναι μη επεξεργάσιμες από το νου, ο οποίος τις επεξεργάζεται τόσο ορθότερα, όσο πιο πολλές «βουτιές» εκπαιδεύεται να πραγματοποιεί στα πιο εκλεπτυσμένα επίπεδα συνειδητότητας. Στο Σχετικό τα πάντα είναι διασκευασμένα για να λειτουργούν με ιδιότητες ως και τελείως ξένες με το Απόλυτο. Είναι τόσο πιο ασύμβατες με το Απόλυτο, όσο πιο μακριά λειτουργούν από Αυτό. Σκεφτείτε το Σχετικό σαν ένα μπαλόνι, μέσα στο οποίο λειτουργούν όλα τα συστατικά του και κινούνται αδιάκοπα, όπως οι φυσαλίδες μέσα στο ταραγμένο νερό. Η κίνησή τους είναι αδιάκοπη και πολύπλοκη. Καθορίζεται από συσχετισμούς μεταβλητούς, που πρακτικά εμποδίζουν τη σκέψη, (οπότε και τις σχετικές ενέργειες), για άμεσα (μη χρονοβόρα) αποτελέσματα. Στο Σχετικό τα πράγματα εναλλάσσονται και αλλοιώνονται ανάλογα τις «λανθασμένες» ενέργειες της συνείδησης. Θεωρητικά είναι τόσο πιο λανθασμένες, (με την έννοια του ότι το επιθυμητό είναι να βρεθεί τρόπος η έμβια ύπαρξη να βγει κάποτε έξω από το μπαλόνι), όσο περισσότερο συντείνουν οι χειρισμοί μιας ύπαρξης να ξεδιαλύνει τις πορείες που απαιτούνται, για να πλησιάσει στα εσωτερικά τοιχώματα του «μπαλονιού». Τα τοιχώματα αυτά χωρίζουν το Σχετικό από το Απόλυτο. Όλες οι έμβιες υπάρξεις έχουν την τάση να φύγουν από το Σχετικό στο Απόλυτο. Οι πολύπλοκες διαδικασίες μέσα στο Σχετικό τις κάνουν να παρεκκλίνουν, (συνειδητά, επειδή μόνο το Σχετικό συνειδητοποιούν, όπως το αγαπημένο τους σπίτι, ενώ το Απόλυτο απλά το υποψιάζονται και το επιθυμούν σαν απελευθερωτή τους από το περιοριστικό Σχετικό, -επειδή ενστικτωδώς γνωρίζουν την τέλεια απεριοριστική ελευθερία του Απόλυτου, από το οποίο και προέρχονται, ακριβώς όπως γίνεται π.χ. με το γενετήσιο ένστικτο). Στο Σχετικό τα έμβια νομίζουν. Στο Απόλυτο βιώνουν. Γι’ αυτό, στο Σχετικό, το βίωμα, (σαν στοιχείο του Απόλυτου), έχει μεγαλύτερη αξία από την απλή σκέψη (το νομίζειν). Στο Απόλυτο η σκέψη είναι ανύπαρκτη. Μια ύπαρξη που πλησιάζει στα «τοιχώματα» του Σχετικού, που το χωρίζουν από το Απόλυτο, το «κατορθώνει» μετά από πολύ δυναμικό αγώνα, πολύχρονο, (ο χρόνος λειτουργεί μόνο μέσα στο Σχετικό), έχει φτάσει εκεί κυρίως επειδή έχει μάθει να ελίσσεται έντεχνα και έμπειρα ανάμεσα στις ποιότητες του Σχετικού και έχει εκπαιδευτεί να χειρίζεται τις τεχνοτροπίες που απαιτούν τα «μονοπάτια» προς τα τοιχώματα του μπαλονιού… Κάποια «στιγμή» θα κατορθώσει να αγγίξει, να «ξύσει με τα νύχια της» τα τοιχώματα και να διεισδύσει με κόπο και λαχτάρα, «κουνώντας πόδια και χέρια, για να περάσει, παραμερίζοντας το τοίχωμα», από το Σχετικό στο Απόλυτο. Η κίνηση αυτή είναι κυριολεκτικά συγκίνηση. Επειδή γίνεται μαζί (συν) με τη πολύ ισχυρή σ’ αυτήν τη φάση της πορείας μιας ύπαρξης, συμμετοχή του Ασυνείδητου, που ωθεί αποφασιστικά πια την ύπαρξη να απελευθερωθεί και να διαφύγει από το φθαρτό και φθοροποιό Σχετικό. Το συναίσθημα της συγκίνησης από εκεί προέρχεται. Και γι’ αυτό προκαλεί κλάμα. Το κλάμα οφείλεται στα καταχωρημένα στο Ασυνείδητο, (το πληροφοριακό / καταχωρητικό πεδίο του Απόλυτου, το δανεισμένο στο Σχετικό, που περιέχει τις πληροφορίες για το Απόλυτο, ώστε να είναι λανθανόντως επεξεργάσιμες από το Συνειδητό), πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις αιτίες που έχουν εγκλωβίσει τόσο ισχυρά τα έμβια μέσα στο επινοημένο Σχετικό, (δεν θα πούμε περισσότερα εδώ γι’ αυτήν την επινόηση και από πού προέρχεται). Θα πούμε μόνο πως το κλάμα από συγκίνηση ενέχει λύπη που απομακρύνεται από χαρά που επέρχεται. Ενώ το κλάμα από δυστυχία ενέχει χαρά που απομακρύνεται από λύπη που επέρχεται. Μην μπερδεύετε αυτά τα δύο! Είναι μεταξύ τους άσχετα και υπάρχει ουσιαστική αιτία γι’ αυτό, εξαιτίας της οποίας είναι ο κόσμος διασκευασμένος όπως εμφανίζεται.
Απόλυτο
Πεδίο χωρίς μεταβολές, οπότε και χωρίς χρόνο. Αδιάστατο και αντικείμενο μη αντιληπτό από υπάρξεις που λειτουργούν με καθορισμένους τρόπους νοητικής λειτουργίας. Για τη λογική των υπάρξεων του Σχετικού το Απόλυτο «αντίκειται», δηλ. αποτελεί αντικείμενο της δικής τους λογικής, αλλά αυτό είναι απλά ένας δικός τους κώδικας περιγραφής «αντικειμένου λογικού», το οποίο ποτέ δεν λειτουργεί μέσα στο Σχετικό Πεδίο. Επειδή δεν υπόκειται, αλλά μόνο διάκειται, δεν υποβάλλεται και δεν επιβάλλεται. Δεν ενεργεί και δεν απεργεί. Δεν εδράζεται και δεν εδράζει. Οι υπάρξεις του Σχετικού νιώθουν πως το Απόλυτο «ένεστι», (υπάρχει μέσα στη συνείδησή τους, δηλ. στη βαθιά, απόμακρη από τη σχετική γνώση τους), αλλά πολύ δύσκολα ως καθόλου αποκωδικοποιείται. Το Σχετικό δυσκολεύεται να αντιληφθεί την υπόσταση του Απόλυτου, επειδή δυσκολεύεται να αντιληφθεί οτιδήποτε δεν υφίσταται, δεν υπόκειται, δεν υπάγεται, δεν υπεισέρχεται, δεν είναι υπό. Επειδή οι υπάρξεις του Σχετικού έχουν «γαλουχηθεί», έχουν διασκευαστεί, αλλά όχι δημιουργηθεί να υπόκεινται, δυσκολεύονται να αποχωριστούν το σύστημα των εξαρτήσεων, αλλά «πιστεύουν» σε μια δύναμη εξάρτησης… Που να τους ελευθερώσει τη συνείδηση από τις ενσυνείδητες εξαρτήσεις. Το Απόλυτο είναι πρόσφορο για αυτό, αλλά αφιλόξενο όσο δεν γίνονται αντιληπτές οι ιδιότητές του, (κι ας μην υπάρχουν… οι υπάρξεις του Σχετικού ιδιοτητοποιούν ό,τι δεν αντιλαμβάνονται απόλυτα, για να μπορούν να μπουσουλήσουν προς τα εκεί… και δεν είναι κακό). Το Απόλυτο είναι πολύ ήσυχο για να περιγραφτεί με πολλές λεπτομέρειες και γι’ αυτό αντί να περιγράφεται είναι καλύτερα να παρατηρείται… Όποτε είναι, (έστω και ελάχιστα), εφικτό, κάτω από ειδικές συνθήκες λειτουργίας του νου, ώστε να επιτυγχάνεται η υπέρβαση. Όποτε γίνεται αυτό, συνοδεύεται από «φαινόμενα υπέρβασης», όπως είναι οι διαχρονικές πληροφορίες. Και επειδή αυτό γίνεται έξω και μακριά από το συνειδητό πεδίο, είναι αδύνατο να επιτευχθεί με τη σκέψη.