Σε ολόκληρο τον κόσμο, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΔΥΑΕ), η οποία εδρεύει στη Βιέννη, εκτιμάται πως θα κατασκευαστούν μέσα τα επόμενα χρόνια γύρω στα 100 καινούρια πυρηνικά εργοστάσια. Μέχρι πρόσφατα, άλλωστε, είχαν ήδη υποβληθεί στη ΔΥΑΕ αιτήσεις για αδειοδότηση της κατασκευής 40 νέων εργοστασίων.
Όπως επισημαίνεται, άλλωστε, σε δημοσίευμα της ιστοσελίδας της Ντόιτσε Βέλε («ΝΒ»), πολλές ευρωπαϊκές χώρες, επικαλούμενες τις κλιματικές αλλαγές, ζητούν τον επαναπροσδιορισμό της χρήσης πυρηνικής ενέργειας. Σήμερα, εξάλλου, αναμενόταν να ξεκινήσει στη γερμανική Βουλή μια νέα συζήτηση για τα πυρηνικά εργοστάσια, σε μια προσπάθεια να επανεξεταστεί η απόφαση που είχε πάρει το ίδιο σώμα το 2000, η οποία προέβλεπε το σταδιακό κλείσιμο των 19 πυρηνικών εργοστασίων της χώρας, μέχρι το 2021.
Όπως επισημαίνεται, άλλωστε, σε δημοσίευμα της ιστοσελίδας της Ντόιτσε Βέλε («ΝΒ»), πολλές ευρωπαϊκές χώρες, επικαλούμενες τις κλιματικές αλλαγές, ζητούν τον επαναπροσδιορισμό της χρήσης πυρηνικής ενέργειας. Σήμερα, εξάλλου, αναμενόταν να ξεκινήσει στη γερμανική Βουλή μια νέα συζήτηση για τα πυρηνικά εργοστάσια, σε μια προσπάθεια να επανεξεταστεί η απόφαση που είχε πάρει το ίδιο σώμα το 2000, η οποία προέβλεπε το σταδιακό κλείσιμο των 19 πυρηνικών εργοστασίων της χώρας, μέχρι το 2021.
Χαρακτηριστική η περίπτωση της Σουηδίας
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η πετρελαϊκή - ενεργειακή κρίση (που εκτίναξε στα ύψη και για σημαντικό χρονικό διάστημα τις τιμές των ενεργειακών προϊόντων), σε συνδυασμό με τις σημαντικές κλιματικές αλλαγές και την παγκόσμια οικονομική κρίση, ωθούν πολλές κυβερνήσεις αλλά και κοινωνικές ομάδες να διαφοροποιήσουν τη στάση τους απέναντι στην παραγωγή ενέργειας από πυρηνικά εργοστάσια. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Σουηδίας.
Στις αρχές Φεβρουαρίου, μια είδηση που προερχόταν από τη σκανδιναβική αυτή χώρα έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για την έναρξη της συζήτησης για τα πυρηνικά και τον επαναπροσδιορισμό της χρήσης τους σε ολόκληρη την Ε.Ε. Συγκεκριμένα, η Σουηδία, πρωτοπόρα πριν από 30 χρόνια στην κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας, αποφάσισε να εγκρίνει την κατασκευή νέων πυρηνικών αντιδραστήρων. Η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου και προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις.
Στη Γερμανία, όπως επισημαίνεται στο δημοσίευμα της «ΝΒ», οι μεν θιασώτες της πυρηνικής ενέργειας, καθώς και οι μεγάλοι όμιλοι ενέργειας -όπως για παράδειγμα η RWE- άδραξαν την ευκαιρία να προβάλουν τις θέσεις τους για τη δημιουργία και νέων πυρηνικών αντιδραστήρων. Στον αντίποδα, οι αντίπαλοί τους ξεκίνησαν νέους αγώνες για τη διατήρηση του σημερινού καθεστώτος.
Είναι χαρακτηριστικά όσα δήλωσε ο επικεφαλής της RWE Γιούργκεν Γκρόσμαν, σχετικά με το ζήτημα που έχει προκύψει: «Θέλουμε να χάσουμε μέσα από τα χέρια μας το δίκτυο παραγωγής και διανομής ενέργειας; Θέλουμε να έχει την αποκλειστικότητα στο φυσικό αέριο η Ρωσία και να διαχειρίζεται την ηλεκτρική μας ενέργεια η Γαλλία; Ή μήπως πρέπει να κάνουμε τα πάντα, ώστε να διασφαλίσουμε την ενέργεια που θα μας προσφέρει τη δυνατότητα να την ελέγχουμε εμείς;».
Ενεργειακοί όμιλοι και πολιτικά κόμματα
Στο πλευρό των μεγάλων ενεργειακών ομίλων τάχθηκε πρόσφατα και ο γενικός γραμματέας του κυβερνώντος κόμματος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), Ρόλαντ Ποφάλα. Άλλωστε, όταν το 2000 η ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας έπαιρνε την απόφαση για τα πυρηνικά, στην κυβέρνηση ήταν ο συνασπισμός σοσιαλδημοκρατών και «Πρασίνων». Σήμερα, ακόμα και οι κυβερνητικοί συσχετισμοί έχουν αλλάξει στη Γερμανία.
Πάντως, ο κ. Ποφάλα, δεν μίλησε για νέα εργοστάσια. «Οι φιλόδοξοι στόχοι για την προστασία του κλίματος», ανέφερε, «δεν μπορούν να εκπληρωθούν χωρίς τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Ουδείς θέλει να κατασκευαστούν νέα πυρηνικά εργοστάσια στη Γερμανία. Θέλουμε, όμως, να παρατείνουμε τη λειτουργία των ήδη υφισταμένων μονάδων, οι οποίες είναι ασφαλείς. Θέλουμε να παράγουν ενέργεια για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι προβλέπει το χρονοδιάγραμμα».
Όπως και να 'χει, όμως, οι «Πράσινοι» αντέδρασαν έντονα στην πρόταση της CDU, υποστηρίζοντας πως πρόκειται για πισωγύρισμα. Από κοντά και οι εταίροι των χριστιανοδημοκρατών στη σημερινή κυβέρνηση, οι σοσιαλδημοκράτες, καθώς και οι διάφορες οργανώσεις κατά των πυρηνικών. Ουδείς, όμως, από τους υποστηρικτές της ή εκείνους που εναντιώνονται απαντά στο ερώτημα εάν η πυρηνική ενέργεια συνιστά όντως διέξοδο για την καταστροφή του κλίματος του πλανήτη.
Όπως επισημαίνεται, μάλιστα, στο δημοσίευμα της «ΝΒ», το συγκεκριμένο ερώτημα φαίνεται ότι, 23 χρόνια μετά την καταστροφή του Τσερνομπίλ, δεν προβληματίζει ούτε τη γαλλική ούτε τη βρετανική κυβέρνηση, αλλά ούτε και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες δρομολογούν άμεσα την κατασκευή νέων πυρηνικών εργοστασίων και δη νέας τεχνολογίας.
Στον αντίποδα, πάντως, ο επικεφαλής της Γερμανικής Υπηρεσίας Ενέργειας, Στέφαν Κόλερ, απαντώντας στους υποστηρικτές της, τόνισε πως οι πυρηνικοί αντιδραστήρες είναι ξεπερασμένο μοντέλο παραγωγής ενέργειας. Αυτό διότι, όπως είπε, «σε παγκόσμιο επίπεδο δεν διαθέτουμε καμία ασφαλή και λειτουργική αποθήκη για τα ραδιενεργά κατάλοιπα και είναι ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο να επανέλθουμε σε μια τεχνολογία, χωρίς να έχουμε διασφαλίσει την παραμικρή λύση στο πρόβλημα της αποθήκευσης και επεξεργασίας των εν λόγω καταλοίπων».
Στις αρχές Φεβρουαρίου, μια είδηση που προερχόταν από τη σκανδιναβική αυτή χώρα έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για την έναρξη της συζήτησης για τα πυρηνικά και τον επαναπροσδιορισμό της χρήσης τους σε ολόκληρη την Ε.Ε. Συγκεκριμένα, η Σουηδία, πρωτοπόρα πριν από 30 χρόνια στην κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας, αποφάσισε να εγκρίνει την κατασκευή νέων πυρηνικών αντιδραστήρων. Η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου και προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις.
Στη Γερμανία, όπως επισημαίνεται στο δημοσίευμα της «ΝΒ», οι μεν θιασώτες της πυρηνικής ενέργειας, καθώς και οι μεγάλοι όμιλοι ενέργειας -όπως για παράδειγμα η RWE- άδραξαν την ευκαιρία να προβάλουν τις θέσεις τους για τη δημιουργία και νέων πυρηνικών αντιδραστήρων. Στον αντίποδα, οι αντίπαλοί τους ξεκίνησαν νέους αγώνες για τη διατήρηση του σημερινού καθεστώτος.
Είναι χαρακτηριστικά όσα δήλωσε ο επικεφαλής της RWE Γιούργκεν Γκρόσμαν, σχετικά με το ζήτημα που έχει προκύψει: «Θέλουμε να χάσουμε μέσα από τα χέρια μας το δίκτυο παραγωγής και διανομής ενέργειας; Θέλουμε να έχει την αποκλειστικότητα στο φυσικό αέριο η Ρωσία και να διαχειρίζεται την ηλεκτρική μας ενέργεια η Γαλλία; Ή μήπως πρέπει να κάνουμε τα πάντα, ώστε να διασφαλίσουμε την ενέργεια που θα μας προσφέρει τη δυνατότητα να την ελέγχουμε εμείς;».
Ενεργειακοί όμιλοι και πολιτικά κόμματα
Στο πλευρό των μεγάλων ενεργειακών ομίλων τάχθηκε πρόσφατα και ο γενικός γραμματέας του κυβερνώντος κόμματος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), Ρόλαντ Ποφάλα. Άλλωστε, όταν το 2000 η ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας έπαιρνε την απόφαση για τα πυρηνικά, στην κυβέρνηση ήταν ο συνασπισμός σοσιαλδημοκρατών και «Πρασίνων». Σήμερα, ακόμα και οι κυβερνητικοί συσχετισμοί έχουν αλλάξει στη Γερμανία.
Πάντως, ο κ. Ποφάλα, δεν μίλησε για νέα εργοστάσια. «Οι φιλόδοξοι στόχοι για την προστασία του κλίματος», ανέφερε, «δεν μπορούν να εκπληρωθούν χωρίς τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Ουδείς θέλει να κατασκευαστούν νέα πυρηνικά εργοστάσια στη Γερμανία. Θέλουμε, όμως, να παρατείνουμε τη λειτουργία των ήδη υφισταμένων μονάδων, οι οποίες είναι ασφαλείς. Θέλουμε να παράγουν ενέργεια για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι προβλέπει το χρονοδιάγραμμα».
Όπως και να 'χει, όμως, οι «Πράσινοι» αντέδρασαν έντονα στην πρόταση της CDU, υποστηρίζοντας πως πρόκειται για πισωγύρισμα. Από κοντά και οι εταίροι των χριστιανοδημοκρατών στη σημερινή κυβέρνηση, οι σοσιαλδημοκράτες, καθώς και οι διάφορες οργανώσεις κατά των πυρηνικών. Ουδείς, όμως, από τους υποστηρικτές της ή εκείνους που εναντιώνονται απαντά στο ερώτημα εάν η πυρηνική ενέργεια συνιστά όντως διέξοδο για την καταστροφή του κλίματος του πλανήτη.
Όπως επισημαίνεται, μάλιστα, στο δημοσίευμα της «ΝΒ», το συγκεκριμένο ερώτημα φαίνεται ότι, 23 χρόνια μετά την καταστροφή του Τσερνομπίλ, δεν προβληματίζει ούτε τη γαλλική ούτε τη βρετανική κυβέρνηση, αλλά ούτε και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες δρομολογούν άμεσα την κατασκευή νέων πυρηνικών εργοστασίων και δη νέας τεχνολογίας.
Στον αντίποδα, πάντως, ο επικεφαλής της Γερμανικής Υπηρεσίας Ενέργειας, Στέφαν Κόλερ, απαντώντας στους υποστηρικτές της, τόνισε πως οι πυρηνικοί αντιδραστήρες είναι ξεπερασμένο μοντέλο παραγωγής ενέργειας. Αυτό διότι, όπως είπε, «σε παγκόσμιο επίπεδο δεν διαθέτουμε καμία ασφαλή και λειτουργική αποθήκη για τα ραδιενεργά κατάλοιπα και είναι ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο να επανέλθουμε σε μια τεχνολογία, χωρίς να έχουμε διασφαλίσει την παραμικρή λύση στο πρόβλημα της αποθήκευσης και επεξεργασίας των εν λόγω καταλοίπων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου