Κάποτε απάντησα, σε σχετική συζήτηση με φίλο γιατρό και ταυτόχρονα ιερέα Ευαγγελιστή, πως αν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωση, (όπως λένε οι γραφές), "φαντάσου τα χάλια του ίδιου του Θεού!...".
Ό,τι θέλει μπορεί να καταλάβει κάποιος από αυτό που είπα. Και μπορεί να δώσει χιλιάδες εξηγήσεις, ανάλογα με το συναισθηματικό του υπόβαθρο, τη φυσική του κατάσταση, το διανοητικό του επίπεδο, μα προπάντων το επίπεδο συνειδητότητάς του. Τα όπλα που διαθέτω σε μια τέτοια συζήτηση είναι τελείως ικανά για να κάνω την ομήγυρη να χορεύει καρσιλαμά, από την αρχή ως το τέλος της κουβέντας…
Το «πρόβλημα» της θεώρησης των πραγμάτων, για όσους ξέρουν καλά την Επιστήμη που ονομάζεται Φυσική, είναι πως όλα μεταβάλλονται ανάλογα με την οπτική γωνία θεώρησης. Στα Μαθηματικά, (που είναι το πιο ορθολογιστικό όργανο της συμπαντικής επισκόπησης), αναγνωρίζονται συνθήκες «απαράβατες», που και συγκροτούν ολόκληρο το μαθηματικό οικοδόμημα. Ο βαθύς γνώστης, (βλ. μύστης), ξέρει κάθε στιγμή τα λανθάνοντα στοιχεία των περιστάσεων. Ενεργεί ανάλογα. Και μάλιστα με παραμέτρους και ενέργειες που διόλου σχέση έχουν πολλές φορές με τα καθιερωμένα και τις οπτικές γωνίες των κοινών ανθρώπων…
Η ζωή και ο θάνατος, στη Φυσική και στη Βιολογία, είναι μια μεταβολή. Η αρχή και το τέλος της μεταβολής, προσδιορίζεται από μεγέθη χρονοχωρικά που, αν θέλουμε να τα προσδιορίσουμε επακριβώς, θα αρχίσουμε να μιλάμε για τιμές, για τις οποίες δύσκολα μπορούμε να ακριβολογήσουμε εδώ. Επειδή το Σύμπαν μεταβάλλεται αδιάκοπα. Κατά πεδία, που ίσως είναι ορθότερο να λέμε πως διαθέτουν όρια συνεχώς μεταβαλλόμενα, λόγω της ρευστότητας της ιδιοσυστασίας των πεδίων. Η «σταθερότητα» του πλανητικού μας περιβάλλοντος στην ουσία είναι μια «συνισταμένη» μεταβλητών μεγεθών, με μηδενική σταθερότητα. Ο εντοπισμός μιας μορφής ζωής εξαρτιέται αποκλειστικά από τους βαθμούς ευαισθησίας και τη γενικότερη διαμόρφωση των οργάνων εντοπισμού, (βλ. ποιότητα – φυσιολογία εγκεφάλου), του «εντοπίζοντος», που στην περίπτωση εννοείται πως είναι ο… άνθρωπος. Σκέψου λίγο τη μακρόχρονη μεταβατική περίοδο του πλήθους των βιολογικών μεταπτώσεων των οργανισμών ως την τελευταία, (όχι «τελική», όπως λανθασμένα θα μπορούσε να πει κάποιος…), μορφή τους, για να ανακαλύψεις ένα τεράστιο πλήθος εντοπιστικών παραμέτρων προσδιορισμού, ικανό για να γραφτούν εκατοντάδες σελίδες επιστημονικού περιεχομένου, διαμοιρασμένου σε πλήθος αναγνωρισμένων ειδικοτήτων πελαγικών διαστάσεων… Σ’ αυτόν τον κυκεώνα της μεταβολής, μια αρκετά κατευναστική αντίδραση των νοημόνων είναι το «χιούμορ». Ή τουλάχιστον η (σημαντικότερη) συναίσθηση του αστείου, ή και του γελοίου, ή και όλων των υπολοίπων αποχρώσεων της αποκλιτικής όψης της πραγματικότητας.
Ο τρισδιάστατος θεός, που επανειλημμένα θεωρείται, (άλλοτε με επικλήσεις, άλλοτε με «επαφές», ή και με περιγραφές εκπροσωπικών εμφανίσεων), και που αναφέρεις κι εσύ σαν «κανόνα δημιουργίας», είναι μία μεταφορά εικονοκλαστική του κόσμου των ιδεών της ανθρώπινης νόησης… Γι’ αυτό και οι αποδείξεις ενός τέτοιου κόσμου σκοντάφτουν μόνιμα στο αναπόδεικτο του υπερβατικού και στο αποδείξιμο του συμβατικού, (σύμφωνα με τους αποδεικτικούς κανόνες των εφαρμογών)… Το υπερβατικό και το συμβατικό αναλύονται, με όργανο τη νόηση, μέσω της συνείδησης, (σύνοιδα ->γνωρίζω καλά), η οποία ό,τι δεν μπορεί να «οικοδομήσει ως τον τελευταίο όροφο», (βλ. «αποδείξει»), μεταθέτει στο πεδίο των υποθέσεων. Η θεωρητική καταχώρηση του συμβατικού απαιτεί αποδείξεις, (έστω και ως την απόδειξη του εναντίου κάποτε, -αυτό σημαίνει «Επιστήμη»). Η θεωρητική καταχώρηση στοιχείων του υπερβατικού στο νοητικό πεδίο υπέχει ασυμβατότητα και υπερβατικότητα, (ιδιότητες που προαπαιτούνται και πάλι, για να είναι σαφής και εμπεδωτική η επαφή με οποιοδήποτε στοιχείο υπέρβασης). Μια τέτοια «καταχώρηση» είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από σαφώς αναλύσιμα στοιχεία μέσω της νόησης, έστω σε πολύ υψηλά επίπεδά της, (με αξιολογικούς συντελεστές επιστημονικά αποδεκτούς).
Το αυταπόδεικτο, (που έπαιρνε ψιλή, -γιατί, αν έπαιρνε δασεία, θα σήμαινε το αποδείξιμο για τον εαυτό μας…), εννοείται σαν το αποδείξιμο και μόνο με την άμεση «εμφάνισή» του στο νοητικό μας πεδίο. Η Φιλοσοφία αν είχε αντικείμενα αυταπόδεικτα, θα σήμαινε πως όλοι θα ήμασταν σοφοί… Πραγματεύεται αντικείμενα της Σοφίας, της οποίας διάκειται φίλα ->την αγαπά! Και γι’ αυτό την ερευνά (η Φιλοσοφία). Γι’ αυτό και άλλο φιλόσοφος κι άλλο σοφός!... Ο σοφός μπορεί ν’ ακούσει κάτι από το φιλόσοφο και να βάλει τα γέλια. Ο φιλόσοφος μπορεί ν’ ακούσει κάτι από το σοφό και να συγκινηθεί, (συν-κίνηση ->να κινηθείς μαζί με το αντικείμενο, ώστε να γίνεις «ένα» μ’ αυτό, ή έστω να «πάτε μαζί»…). Η συγκίνηση αρχίζει με κλάμα, όχι με γέλιο, επειδή όταν κινούνται μαζί δύο «αντικείμενα» (του σύμπαντος) έχει συντελεστεί διαδραστική λειτουργία υψηλής ποιότητας, επειδή η νόηση έχει συλλάβει αντικείμενο που επικοινωνεί με Κοσμικές Αρχές, που η επικοινωνία με την ποιότητά τους έχει χαθεί από πολύ παλιά… Όπως όταν συναντιόμαστε με τον χαμένο μας αδελφό, (βλ. εαυτό…). Αντίθετο (αντίπαλο δέος…) της συγκίνησης είναι η πνευματική κατάπτωση, που έχει σαν αποτέλεσμα την απόρριψη των πάντων, (όπως ο πνευματικός ξεπεσμός της εποχής μας, που δηλώνεις πως είσαι αναπόδεικτα, -ή τέλος πάντων μ’ ένα χαρτί ασήμαντο-, ό,τι θέλεις, -ελευθερία της χαμηλής στάθμης νόησης-), όπου και παρουσιάζεται το φαινόμενο της συγκίνησης με ξεπεσμένα αντικείμενα νόησης, (επειδή ο νους έμαθε, με την πάροδο του χρόνου, να κινείται μαζί με αντικείμενα χαμηλής στάθμης, -κάτι που εντοπίζεται πιο άμεσα στα σκουπίδια της «τέχνης» και όχι της Τέχνης-).
Η Γνώση εμπνέει συμπάθεια. Η Άγνοια αντιπάθεια. Συμπάσχει όποιος γιγνώσκει. Αντιπαθεί όποιος αγνοεί. Όταν γνωρίζεις (ή αγνοείς), η γνώση (ή η άγνοια) απλώνεται «από μέσα προς τα έξω», ->από τον εαυτό σου προς το περιβάλλον, (επειδή γεννήθηκες έγκλειστος και βγήκες έξω). Όσο αυξάνεται η γνώση, τόσο περισσότερες λεπτομέρειες ανακαλύπτεις για το «μέσα» (το αβγό), οπότε τόσο περισσότερη κατανόηση έχεις για το έξω, (την εξέλιξη του αβγού)… Όπως η μάνα για το παιδί της, που ασυνείδητα το «είδε» μέσα της, πριν γεννηθεί.
Ο συμβατικός «πάσχων χώρος» όσο περισσότερο ανακαλύπτει πλησιάζοντας την καθαρότητα του Υπερβατικού, (σε οποιαδήποτε αποκωδικοποιημένη για τη συνείδηση μορφή Του), τόσο περισσότερο αποδεσμεύεται από τη χρονοχωρικότητα… Αυτό κάνει τη νόηση να χάνει τις σχετικές εξαρτήσεις και να κραυγάζει «… και το μακριά και το σιμά για μένα είναι ένα!», όπως αποκαλύπτει ο ποιητής…
Αυτός λοιπόν ο «όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος», στον οποίο αναφέρεσαι, έχει το οικοδόμημά του. Με τις άναρχες ηθικές αρχές του… Που ταιριάζουν στον καθένα που τις φτιάχνει (για το περιβάλλον του). Και δεν ταιριάζουν στα αδιάφορα για τον καθένα ξένα περιβάλλοντα (των άλλων)… Έχουμε πολλές διαφορετικές κοινωνίες, που διαφωνούν και έχουν εμπνεύσεις, (ανάλογα με το επίπεδο του κάθε εμπνευστή). Και ίσως θέλουμε να φτιάξουμε μία μόνη κοινωνία, όπου κανένας δεν θα διαφωνεί, και μάλλον θα οικειοποιείται τις εμπνεύσεις ενός, (ανάλογα με το επίπεδο ενός εμπνευστή…). Και στις δυο περιπτώσεις το μακριά και το σιμά δεν θα φαίνεται σαν ένα! Θα φαίνεται σαν τίποτα!... Επειδή είτε με χαμηλή, είτε με μηδενική έμπνευση, ο χρονοχώρος περνά απαρατήρητος, ενώ λανθανόντως λειτουργεί αποτελεσματικά και δραστικά. Οπότε το κοινό γίνεται έρμαιό του χωρίς να τον αναλύει! Όπως όταν πνίγεσαι χωρίς να καταλαβαίνεις πως έχεις βυθιστεί… Όπως όταν δεν αντιλαμβάνεσαι πως υπάρχει ήχος, επειδή είσαι κουφός…
Καταλήγοντας, ο θάνατος είναι βεβαιωμένα, αν όχι το τέλος, πάντως η διακοπή μιας ακολουθίας βιολογικών διεργασιών. Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, το συνειδητοποιημένο τους αποτέλεσμα από το σχετικό γεγονός είναι γνωστό. Για κάποιους άλλους, με άλλον δέκτη συχνοτήτων, το αποτέλεσμα περιγράφεται διαφορετικό. Ανάλογα με το δέκτη… «Πάρε» και τους δύο και δοκίμασε… Ο ένας σίγουρα λειτουργεί. Ο άλλος απαιτεί ειδικό συντονισμό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου